χαλαζασφάλεια

χαλαζασφάλεια
η
η ασφάλεια της γεωργικής παραγωγής κατά των ζημιών από το χαλάζι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαλαζασφάλεια — η, Ν ασφάλεια τής γεωργικής παραγωγής για ενδεχόμενη ζημιά από χαλάζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλάζι + ασφάλεια (πρβλ. πυρ ασφάλεια)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”